επαφίεμαι

επαφίεμαι
(αόρ. επαφέθην) полагаться, доверяться, рассчитывать;

επαφίεμαι εις την κρίσιν κάποιου — полагаться на чьё-л. мнение;

επαφίεμαι εις την ευσυνειδησίαν κάποιου — полагаться на чью-л. сознательность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επαφίεμαι" в других словарях:

  • επαφίεμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαφίεμαι — (AM ἐπαφίεμαι και ενεργ. ἐπαφίημι, Μ και ἐπαφίω) νεοελλ. εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή μια υπόθεση σε κάποιον («επαφίεμαι στην κρίση τού δικαστηρίου») αρχ. μσν. 1. αφήνω κάτι να πέσει, να παρασυρθεί 2. αφήνω κάτι να καλυφθεί 3. ρίχνω εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… …   Dictionary of Greek

  • εφησυχάζω — (ΑΜ ἐφησυχάζω) [ἡσυχάζω] αναπαύομαι από τους κόπους, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω, ησυχάζω νεοελλ. 1. επαναπαύομαι, εμπιστεύομαι, επαφίεμαι, ξεθαρρεύομαι 2. αμελώ, παραμελώ νεοελλ. μσν. ησυχάζω ψυχικά για κάτι, παύω ν ανησυχώ μσν. αποσύρομαι σε μονή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»